Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Οι Μεσσίες πέθαναν. Όλοι ! Πίστεψτέ το : σας το λέει ένας Μεσσίας ...


Υπήρχε μια φορά στην κοίτη ενός μεγάλου, κρυστάλλινου ποταμιού,
ένα χωριό από ζωντανά όντα.
Το ποτάμι κυλούσε αθόρυβα τα νερά του πάνω από τα πλάσματα εκείνα
–νεαρά και γέρικα, πλούσια και φτωχά, καλά και κακά-
καθώς το ρεύμα ακολουθούσε το δικό του δρόμο,
ξέροντας μόνο το δικό του κρυστάλλινο εαυτό.
Κάθε πλάσμα με το δικό του τρόπο κρατιόταν γερά
στα φυτά και στους βράχους της κοίτης του ποταμιού,
αφού η προσκόλληση ήταν ο τρόπος ζωής τους
και η αντίσταση στο ρεύμα το μόνο που είχαν μάθει από τότε που γεννήθηκαν.
Μα, τελικά, ένα από τα πλάσματα αυτά είπε :
«Βαρέθηκα να ζω κολλημένο στο ίδιο σημείο.
Και παρόλο που δεν μπορώ να το δω με τα μάτια μου, έχω ωστόσο την πεποίθηση πως αυτό το ρεύμα ξέρει που πηγαίνει.
Θ’ αφεθώ να με παρασύρει κι ας με πάει όπου θέλει, γιατί αν μείνω εδώ προσκολλημένο θα πεθάνω από πλήξη».
Τα άλλα πλάσματα γέλασαν και του είπαν :
«Ανόητε, αν κάνεις αυτό που λες, αυτό το ρεύμα που σε μαγεύει θα σε κατατσακίσει πάνω στους βράχους
και θα σε σκοτώσει πολύ πιο γρήγορα από την πλήξη».
Εκείνο, όμως, δεν έδωσε σημασία και παίρνοντας βαθιά ανάσα
αφέθηκε να ξεκολλήσει από τη θέση του.
Και τότε το ρεύμα το αναποδογύρισε, και παρασύροντάς το
το ‘ριξε με δύναμη στα γειτονικά βράχια.
Μα καθώς εκείνο αρνήθηκε να ξαναπροσκολληθεί στα βράχια,
το ρεύμα το ανασήκωσε, ελευθερώνοντάς το από το βυθό,
κι ούτε ξανάπεσε ούτε ξανακτύπησε πουθενά.
Καθώς προχωρούσε με το ρεύμα, άλλα πλάσματα που δεν το ήξεραν, βλέποντας το φώναζαν :
«Θαύμα, θαύμα ! Ένα πλάσμα σαν κι εμάς κινείται ελεύθερο.
Ω, κοιτάτε, δέστε τον Μεσσία που έρχεται να μας σώσει !»
Κι εκείνο που ταξίδευε με το ρεύμα είπε :
«Δεν είμαι περισσότερο Μεσσίας από εσάς.
Το ποτάμι με χαρά μάς ελευθερώνει ανασηκώνοντάς μας από το βυθό, φτάνει να έχουμε εμείς την τόλμη να αφεθούμε σ’ αυτό.
Ο πραγματικός σκοπός της ζωής μας είναι αυτό το ταξίδι, αυτή η περιπέτεια».
Τ’ άλλα, ωστόσο, ολοένα και πιο πολύ φώναζαν αποκαλώντας το «Σωτήρα» ,
ενώ κρατιόνταν γερά προσκολλημένα στο υπόβαθρό τους
κι όταν ξαναγύρισαν να το κοιτάξουν,
εκείνο είχε φύγει αφήνοντάς τα να φτιάχνουν θρύλους για κάποιο «Σωτήρα».
... έγραψε κάποτε ο R. Bach



Η ώρα ήρθε.
Στο φωνάζει …
Οι Μεσσίες πέθαναν. Όλοι !
Έπαιξαν τον ρόλο τους και έφυγαν.
Τώρα είσαι μόνος σου …
Εσύ και το Είναι σου.
Θα πετάξεις το εισιτήριο που σου προσφέρεται ή θα σαλπάρεις για το ταξίδι της ζωής σου ;
Ότι πιο όμορφο έκανες ποτέ σου, ότι πιο συναρπαστικό θα μπορούσες να ζήσεις ποτέ σου στο κλάσμα της ύπαρξής σου στην απεραντότητα ενός ασύλληπτου Σύμπαντος …
Και ξέρεις κάτι ;
Σε περιμένει μια απίστευτα διασκεδαστική και παιχνιδιάρικη παρέα σε αυτό το ταξίδι !
Λοιπόν τι λες ;
Θα ξεκολλήσεις από το «βραχάκι» των πεποιθήσεων και ιδεοληψιών σου ή θα σαπίσεις σε μια … πλήξη ;

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Έλλη μου ευάστερη ...



Άκουσε με θεά βασίλισσα, που φέρεις το φώς,

σεβαστή σελήνη Μήνη, που έχεις κέρατα ταύρου,

και τρέχεις την νύχτα και περιπλανάσαι στον

αέρα, νυκτερινή, που έχεις δάδα { δαυλό που φωτίζεις },

κόρη, που είσαι ένας λαμπρός αστέρας,

ή Μήνη που μεγαλώνεις και λιγοστεύεις, θηλυκή

και αρσενική, που φωτίζεις και αγαπάς τους

ίππους, μητέρα του χρόνου, που φέρεις καρπούς

{ που βοηθάς την παραγωγή } που είσαι λαμπερή,

κατηφής, που καταυγάζεις και επιβλέπεις τους

τοκετούς, βλέπεις τα πάντα, σου αρέσει να είσαι

άγρυπνος, που σε συνοδεύουν ωραία αστέρια, και

χαίρεσαι στην ησυχία και στην νύχτα την καλότυχη,

είσαι λαμπρά και παρέχεις χαρά και φέρεις είς πέρας

{ τα έργα } και είσαι το καμάρι της νύχτας. Είσαι η

βασίλισσα των άστρων, που φορείς μακρό πέπλο και

τρέχεις κυκλοτέρως, ώ κόρη, που είσαι γεμάτη απο

σοφία και ένα λαμπρό άστρο, έλα μακαρία, με χαρά,

λαμπούσα με το δικό σου φέγγος, και σώσε, ώ κόρη,

τους νέους ικέτας σου.

Το ταξίδι μου σε σφαίρες άλλες άρχισε …

Η Μούσα που εγύρευα, από το πουθενά εφάνη

και έκτοτε τον ουρανό μου γέμισε γαλακτοφόρα άστρα.

Ηώς και Αυγερινός λικνίζονται στις όχθες των λογισμών μου.

Απόλλων, Διόνυσος, Παλλάδα Αθηνά, θεοί προστάτες μου,

πυρίπνοοι της ατραπού μου.

Μούσα αγαθή, νοότροπη, ποιημάτων ειλίσσουσα,

έλα και πλέξε στέφανον σκέψης ατίθασης, ουρανίης, ερωτικής.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Ύμνος στον Απόλλωνα


Ελθέ μάκαρ παιάν τιτυοκτόνε, Φοίβε Λυκωρεύ,

Μεμφιτ' αγλαότιμος, ιήϊος, ολβιοδώτα.

Χρυσολύρη, σπερμείος, αρότριε Πύθιε Τιτάν,

Γρύνειε, Σμινθεύ, Πυθοκτόνε, Δελφικέ μάντι,

Άγριε, φωσφόρε δαίμον, εράσμιε, κύδιμε, κούρε.

Μουσαγέτη , χαροποιός, εκηβόλε, τοξοβέλεμνε,

Βράγχιε και Διδυμεύ, εκάεργος, Λοξία αγνέ.

Δήλι άναξ πανδερκές έχων φαεσίμβροτον όμμα.

Χρυσοκόμη, καθαράς φήμας χρησμούς τ' αναφαίνων.

Κλήθι μευ ευχομένου λαών υπέρ εύφρονι θυμώ.

Τόνδε συ γαρ λεύσσεις τον απείριτον αιθέρα πάντα,

Γαϊάν τ' ολβιόμοιρον ύπερθεν και δι' αμολγού

νυκτός εν ησυχίησιν υπ' αστερομμάτου όρφνης

ρίζας νέρθε δέδορκας, έχεις δε τε πείρατα κόσμου παντός.

Σοί δ' αρχή τε τελευτή τ' εστί μέλουσα,

Παντοθαλής, συ δε πάντα πόλον πολυκρέκτω αρμόζεις,

Ότε μεν νεάτης επί τέρματα βαίνων,

Άλλοτε δ' αύθ' υπάτην, ποτέ Δώριον εις διάκοσμον

Πάντα πόλον κιρνάς, κρίνεις βιοθρέμμονα φύλα,

Αρμονίη κεράσα παγκόσμιον ανδράσι μοίραν

Μίξας χειμώνος θέρεος τ' ίσον αμφοτέροισιν,

Εις υπάτας χειμώνα , θέρος νεάταις διακρίνας,

Δώριον εις έαρος πολυηράτου ώριον άνθος

Ένθεν επωνυμίην σε βροτοί κλήζουσι άνακτα

Πάνα θεόν δικέρωτ', ανέμων συριγμαθ' ιέντα,

Ούνεκα παντός έχεις κόσμου σφρηγίδα τυπώτιν

Κλύθι μάκαρ, σώζων μύστας ικετηρίδι φωνή